- εἰσελάσαντες
- εἰσελαύνωdrive inaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισελαύνω — εἰσελαύνω (Α) 1. ωθώ, οδηγώ μέσα (ἵππους δ εἰσελάσαντες») 2. εισέρχομαι 3. επιτίθεμαι 4. εισβάλλω 5. εισέρχομαι στην πόλη με θριαμβευτική πομπή … Dictionary of Greek